- ἐκῥύσεις
- ἐκρύσεις , ἐκ-ῥυσάωimperf ind act 2nd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκρύσεις — ἔκρυσις efflux fem nom/voc pl (attic epic) ἔκρυσις efflux fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
εκροή — η (AM ἐκροή) έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών τής βροχής») αρχ. 1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος 2. συνεκδ. τα μέρη τού σώματος απ όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους) … Dictionary of Greek
υδρωποειδής — ές, Α 1. ὑδρωπιώδης* 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑδρωποειδῆ υδρωπικές εκρύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδρωψ, ωπος + ειδής*] … Dictionary of Greek